θρῷ — θράζω fut opt act 3rd sg θρόος noise masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρω — αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc nom/voc/acc dual αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(dher-4:) dhor- : dher- — (dher 4:) dhor : dher English meaning: to jump, jump at, *stream, ray, drip, sperm Deutsche Übersetzung: ‘springen, bespringen” Material: O.Ind. dhü rü ‘stream, ray, drip, sperm “; Gk. (Ion.) θορός, θορή “ manly sperm “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
АЛИПИЛ — • Alĭpĭlus, раб, особенно при банях, занятие которого состояло в том, чтобы выдергивать щипцами (volsella) у моющихся волосы из подмышек (vellere alas, Juv. 11, 157). Таково было требование франтовства: люди, чрезмерно заботливые о… … Реальный словарь классических древностей
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek
Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… … Dictionary of Greek
αἴθρῳ — αἴ̱θρῳ , αἶθρος the clear chill air masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥείθρωι — ῥεί̱θρῳ , ῥεῖθρον that which flows neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥείθρῳ — ῥεί̱θρῳ , ῥεῖθρον that which flows neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)